καμπανιστής

καμπανιστής
καμπανιστής, ὁ (Μ) [καμπανίζω]
αυτός που εξαπατά κατά το ζύγισμα χρησιμοποιώντας ψεύτικα, λιποβαρή σταθμά, ζυγοκρούστης*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”